αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek
εριόφυλλα — τα τα φυτά που έχουν φύλλα εριώδη, δηλ. φύλλα με πυκνό, μαλακό χνούδι, σαν βελούδινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + φύλλα] … Dictionary of Greek
εριώδης — ες (AM ἐριώδης, ες, Α και ιων. εἰριώδης, ες) [έριον] 1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός 2. ο όμοιος με μαλλί («τρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εριώδης γένος πλατύρρινων πιθήκων τής οικογένειας τών κηβιδών … Dictionary of Greek
πριμουλίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως… … Dictionary of Greek
αγριοφλουτουριά — Πολυετής πόα γνωστή επιστημονικώς ως μαρρούβιο το κοινό, της οικογένειας των λαμπιατών. To φυτό έχει βλαστό απλό ή λιγόκλαδο, παχύ, και φύλλα με μίσχο, ωοειδή ή στρογγυλά, πράσινα στην πάνω επιφάνεια και πυκνά εριώδη στην κάτω. Τα άνθη του είναι… … Dictionary of Greek
εντελβάις — Πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), γνωστό και στην Ελλάδα με τη γερμανική του ονομασία ε. Θεωρείται χαρακτηριστικό φυτό των Άλπεων και γενικά των ψηλών ορέων· φυτρώνει συνήθως στα πετρώδη λιβάδια και στις βραχώδεις θέσεις… … Dictionary of Greek